αυτογένεση

αυτογένεση
η
η αυτόματη γένεση των πρώτων ζωντανών οργανισμών από την ανόργανη ύλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυτογονία — η η αυτογένεση …   Dictionary of Greek

  • γένεση — η (AM γένεσις) 1. γέννηση, δημιουργία εκ του μηδενός 2. το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης αρχ. μσν. εποχή, γενιά νεοελλ. 1. η αναπαραγωγή* 2. φρ. «αυτόματη γένεση ή αυτογένεση» η θεωρία τής προέλευσης τών ζώντων οργανισμών από αδρανή ύλη μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”